- παρθενισκάριον
- παρθεν-ισκάριον, τό, Dim. of παρθένος, Gloss. ; [suff] παρθεν-ίσκη, ἡ, Hdn.Gr.1.317.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθενισκάριον — τὸ, Α [παρθενίσκη] παρθενίσκη* … Dictionary of Greek